σκάγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάγι τα σκάγια
      γενική του σκαγιού των σκαγιών
    αιτιατική το σκάγι τα σκάγια
     κλητική σκάγι σκάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάγι < βενετική scagia (ρινίσματα, θηλυκό που θεωρήθηκε πληθυντικός ουδετέρου)

Ουσιαστικό

σκάγι ουδέτερο

  • το πολύ μικρό σφαιρίδιο, συνήθως από μολύβι, που χρησιμοποιείται στα βλήματα κυνηγετικών όπλων

Εκφράσεις

  • με παίρνουν τα σκάγια: με θεωρούν ένοχο και εμένα απλά και μόνο γιατί έχω πολύ στενή σχέση με την υπόθεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.