καλυκοφόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καλυκοφόρα
      γενική των καλυκοφόρων
    αιτιατική τα καλυκοφόρα
     κλητική καλυκοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλυκοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοφόρος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

καλυκοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (βοτανική) φυτά που φέρουν κάλυκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.