καλαθώσας

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλαθώσας: μετοχή αορίστου στο αρσενικό γένος, του αμάρτυρου ρήματος *καλαθόω < κάλαθος

Μετοχή

καλαθώσας

  • (αρχιτεκτονική) που κάλυψε φατνωματική οροφή με φατνώματα με σχήμα καλαθιού
      6ος αιώνας Ιωάννης Μαλάλας, 491-578, Χρονογραφία, 261, 57 / 339,6 (Βόννης)
    καλαθώσας δὲ τὰς ὑποροφώσεις καὶ καλλωπίσας γραφαῖς καὶ µαρµάροις διαφόροις καὶ μουσώσει.

Πηγές

  • σελ.137 - Ορλάνδος, Αναστάσιος Κ. Τραυλός, Ιωάννης Ν. Λεξικόν ἀρχαίων ἀρχιτεκτονικῶν ὅρων. Αθήναι: Η εν Αθήναις αρχαιολογική εταιρεία, 1986.
  • καλαθόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.