κιονόκρανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιονόκρανο τα κιονόκρανα
      γενική του κιονόκρανου
& κιονοκράνου
των κιονόκρανων
& κιονοκράνων
    αιτιατική το κιονόκρανο τα κιονόκρανα
     κλητική κιονόκρανο κιονόκρανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κιονόκρανο από την Πάφο της Κύπρου

Ετυμολογία

κιονόκρανο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κιονόκρανον[1] < αρχαία ελληνική κίων + κράνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥h₂-(e)s-n- < *ḱerh₂- (κεφάλι, κέρας, κορυφή)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.oˈno.kɾa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιονόκρανο

Ουσιαστικό

κιονόκρανο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.