καλαθηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καλαθηφόρος | τὸ | καλαθηφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καλαθηφόρου | τοῦ | καλαθηφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καλαθηφόρῳ | τῷ | καλαθηφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καλαθηφόρον | τὸ | καλαθηφόρον | ||
| κλητική ὦ! | καλαθηφόρε | καλαθηφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καλαθηφόροι | τὰ | καλαθηφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | καλαθηφόρων | τῶν | καλαθηφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καλαθηφόροις | τοῖς | καλαθηφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καλαθηφόρους | τὰ | καλαθηφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | καλαθηφόροι | καλαθηφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλαθηφόρω | τὼ | καλαθηφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλαθηφόροιν | τοῖν | καλαθηφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
κᾰλᾰθηφόρος, -ος, -ον
- που κρατά καλάθι/α
- <καλαθηφόροι>· οἱ τὰ μαγειρικὰ φέροντες (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
- Καλαθηφόροι (τίτλος έργου)
Πηγές
- καλαθηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.