κάλαθος αχρήστων

Νέα ελληνικά (el)

Κάλαθος αχρήστων.

Ετυμολογία

κάλαθος αχρήστων <  δείτε τις λέξεις κάλαθος και άχρηστος στη γενική πληθυντικού του ουδέτερου. Εννοείται η λέξη πραγμάτων, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corbeille [1]

Πολυλεκτικός όρος

κάλαθος αχρήστων αρσενικό

  • κάδος απορριμμάτων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.