ισορροπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισορροπημένος | η | ισορροπημένη | το | ισορροπημένο |
| γενική | του | ισορροπημένου | της | ισορροπημένης | του | ισορροπημένου |
| αιτιατική | τον | ισορροπημένο | την | ισορροπημένη | το | ισορροπημένο |
| κλητική | ισορροπημένε | ισορροπημένη | ισορροπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισορροπημένοι | οι | ισορροπημένες | τα | ισορροπημένα |
| γενική | των | ισορροπημένων | των | ισορροπημένων | των | ισορροπημένων |
| αιτιατική | τους | ισορροπημένους | τις | ισορροπημένες | τα | ισορροπημένα |
| κλητική | ισορροπημένοι | ισορροπημένες | ισορροπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισορροπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ισορροπώ < αρχαία ελληνική ἰσορροπέω / ἰσορροπῶ < ἴσος + ῥέπω < (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική équilibré)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.ɾo.piˈme.nos/
Μετοχή
ισορροπημένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που ισορροπεί, που διατηρεί την ισορροπία του
- (μεταφορικά) που διατηρεί την πνευματική ή ψυχική ισορροπία του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.