ρέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρέπω < αρχαία ελληνική ῥέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾe.po/

Ρήμα

ρέπω

  1. κλίνω προς μια μεριά ή κατεύθυνση
     συνώνυμα: γέρνω
  2. (μεταφορικά) έχω τάση ή έφεση προς κάτι
     συνώνυμα: τείνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.