ενηλικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενηλικότητα | οι | ενηλικότητες |
| γενική | της | ενηλικότητας | των | ενηλικοτήτων |
| αιτιατική | την | ενηλικότητα | τις | ενηλικότητες |
| κλητική | ενηλικότητα | ενηλικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.