φθονερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φθονερός | η | φθονερή | το | φθονερό |
| γενική | του | φθονερού | της | φθονερής | του | φθονερού |
| αιτιατική | τον | φθονερό | τη | φθονερή | το | φθονερό |
| κλητική | φθονερέ | φθονερή | φθονερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φθονεροί | οι | φθονερές | τα | φθονερά |
| γενική | των | φθονερών | των | φθονερών | των | φθονερών |
| αιτιατική | τους | φθονερούς | τις | φθονερές | τα | φθονερά |
| κλητική | φθονεροί | φθονερές | φθονερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φθονερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθονερός < φθόν(ος) + -ερός
Επίθετο
φθονερός, -ή, -ό
- που διακατέχεται από φθόνο, που συμπεριφέρεται και ενεργεί με βάση το φθόνο
- ↪ φθονερή γυναίκα
- που γίνεται από φθόνο
- ↪ φθονερά λόγια
Συνώνυμα
Παράγωγα
- φθονερά (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φθόνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φθονερός | ἡ | φθονερᾱ́ | τὸ | φθονερόν |
| γενική | τοῦ | φθονεροῦ | τῆς | φθονερᾶς | τοῦ | φθονεροῦ |
| δοτική | τῷ | φθονερῷ | τῇ | φθονερᾷ | τῷ | φθονερῷ |
| αιτιατική | τὸν | φθονερόν | τὴν | φθονερᾱ́ν | τὸ | φθονερόν |
| κλητική ὦ! | φθονερέ | φθονερᾱ́ | φθονερόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φθονεροί | αἱ | φθονεραί | τὰ | φθονερᾰ́ |
| γενική | τῶν | φθονερῶν | τῶν | φθονερῶν | τῶν | φθονερῶν |
| δοτική | τοῖς | φθονεροῖς | ταῖς | φθονεραῖς | τοῖς | φθονεροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | φθονερούς | τὰς | φθονερᾱ́ς | τὰ | φθονερᾰ́ |
| κλητική ὦ! | φθονεροί | φθονεραί | φθονερᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθονερώ | τὼ | φθονερᾱ́ | τὼ | φθονερώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | φθονεροῖν | τοῖν | φθονεραῖν | τοῖν | φθονεροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- φθονερία
- φθονερῶς
- πολυφθονερός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φθόνος
Πηγές
- φθονερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθονερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.