φέσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φέσι | τα | φέσια |
| γενική | του | φεσιού | των | φεσιών |
| αιτιατική | το | φέσι | τα | φέσια |
| κλητική | φέσι | φέσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φέσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fes + -ι < περσική فينه
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέ‐σι
Ουσιαστικό

Ένα φέσι
φέσι ουδέτερο
- είδος κόκκινου πίλου, άλλοτε επίσημου στην οθωμανική αυτοκρατορία, την Αίγυπτο, τη Τυνησία και το Μαρόκο (λευκό)
- είδος κόκκινου σκούφου με φούντα που έφεραν παλαιότερα άνδρες και γυναίκες και που συνεχίζουν να φέρουν οι τσολιάδες.
- μεγάλο χρέος που αφήνει κάποιος ανεξόφλητο
- (οικείο) μεθυσμένος
Εκφράσεις
- μου ήρθε το φέσι τριγύρω
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.