ευζωνικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευζωνικό | τα | ευζωνικά |
| γενική | του | ευζωνικού | των | ευζωνικών |
| αιτιατική | το | ευζωνικό | τα | ευζωνικά |
| κλητική | ευζωνικό | ευζωνικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευζωνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ευζωνικός
Μεταφράσεις
ευζωνικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.