εὔζωνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔζωνος | τὸ | εὔζωνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐζώνου | τοῦ | εὐζώνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐζώνῳ | τῷ | εὐζώνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔζωνον | τὸ | εὔζωνον | ||
| κλητική ὦ! | εὔζωνε | εὔζωνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔζωνοι | τὰ | εὔζωνᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐζώνων | τῶν | εὐζώνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐζώνοις | τοῖς | εὐζώνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐζώνους | τὰ | εὔζωνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὔζωνοι | εὔζωνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐζώνω | τὼ | εὐζώνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐζώνοιν | τοῖν | εὐζώνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὔζωνος, -ος, -ον συνήθως για θηλυκά)
- (αρχική σημασία) καλοζωσμένος (ιδίως για γυναίκες με όμορφη και λεπτή μέση)
- άλλες μορφές: ἐΰζωνος επικός τύπος
- (στρατιωτικός όρος) άντρες ευκίνητοι, με ελαφρύ οπλισμό (σε αντίθεση με τους οπλίτες)
- και στην καθαρεύουσα: εὔζωνος: (ο εύζωνος)
- (ελληνιστική σημασία) καλά εξοπλισμένος
Πηγές
- εὔζωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔζωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.