προεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεδρικός | η | προεδρική | το | προεδρικό |
| γενική | του | προεδρικού | της | προεδρικής | του | προεδρικού |
| αιτιατική | τον | προεδρικό | την | προεδρική | το | προεδρικό |
| κλητική | προεδρικέ | προεδρική | προεδρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεδρικοί | οι | προεδρικές | τα | προεδρικά |
| γενική | των | προεδρικών | των | προεδρικών | των | προεδρικών |
| αιτιατική | τους | προεδρικούς | τις | προεδρικές | τα | προεδρικά |
| κλητική | προεδρικοί | προεδρικές | προεδρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προεδρικός < πρόεδρος
Επίθετο
προεδρικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον πρόεδρο
- προεδρική θητεία
- αυτός που προέρχεται από τον πρόεδρο
- προεδρικό διάταγμα
Μεταφράσεις
προεδρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.