ευθυδικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυδικία οι ευθυδικίες
      γενική της ευθυδικίας των ευθυδικιών
    αιτιατική την ευθυδικία τις ευθυδικίες
     κλητική ευθυδικία ευθυδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθυδικία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ευθυδικία θηλυκό

  1. η δίκαιη, ορθή απόφαση
  2. (νομικός όρος) η επιείκεια, η συγκαταβατικότητα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.