ευθυκρισία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευθυκρισία | οι | ευθυκρισίες |
| γενική | της | ευθυκρισίας | των | ευθυκρισιών |
| αιτιατική | την | ευθυκρισία | τις | ευθυκρισίες |
| κλητική | ευθυκρισία | ευθυκρισίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευθυκρισία < ευθυ- + κρίσ(η) +-ία κατά την (ελληνιστική κοινή) δικαιοκρισία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fθi.kɾiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θυ‐κρι‐σί‐α
Μεταφράσεις
ευθυκρισία
Αναφορές
- ευθυκρισία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.