ευθυγραμμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευθυγραμμίζω < ευθύγραμμος + -ίζω
Ρήμα
ευθυγραμμίζω (παθητική φωνή: ευθυγραμμίζομαι)
- βάζω κάτι ή κάποια πράγματα σε (νοητή) ευθεία γραμμή
- (μεταφορικά) ρυθμίζω το χαρακτήρα ή την συμπεριφορά, ώστε να συμφωνώ ή να συμμορφώνομαι με κάτι (ή κάποιον) άλλο
Συγγενικά
- αυτοευθυγράμμιση[1]
- ευθυγραμμία[2] [3]
- ευθυγράμμιση
- ευθυγραμμισμένος
- → δείτε τις λέξεις ευθύγραμμος, ευθύς, γραμμή και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευθυγραμμίζω | ευθυγράμμιζα | θα ευθυγραμμίζω | να ευθυγραμμίζω | ευθυγραμμίζοντας | |
| β' ενικ. | ευθυγραμμίζεις | ευθυγράμμιζες | θα ευθυγραμμίζεις | να ευθυγραμμίζεις | ευθυγράμμιζε | |
| γ' ενικ. | ευθυγραμμίζει | ευθυγράμμιζε | θα ευθυγραμμίζει | να ευθυγραμμίζει | ||
| α' πληθ. | ευθυγραμμίζουμε | ευθυγραμμίζαμε | θα ευθυγραμμίζουμε | να ευθυγραμμίζουμε | ||
| β' πληθ. | ευθυγραμμίζετε | ευθυγραμμίζατε | θα ευθυγραμμίζετε | να ευθυγραμμίζετε | ευθυγραμμίζετε | |
| γ' πληθ. | ευθυγραμμίζουν(ε) | ευθυγράμμιζαν ευθυγραμμίζαν(ε) |
θα ευθυγραμμίζουν(ε) | να ευθυγραμμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευθυγράμμισα | θα ευθυγραμμίσω | να ευθυγραμμίσω | ευθυγραμμίσει | ||
| β' ενικ. | ευθυγράμμισες | θα ευθυγραμμίσεις | να ευθυγραμμίσεις | ευθυγράμμισε | ||
| γ' ενικ. | ευθυγράμμισε | θα ευθυγραμμίσει | να ευθυγραμμίσει | |||
| α' πληθ. | ευθυγραμμίσαμε | θα ευθυγραμμίσουμε | να ευθυγραμμίσουμε | |||
| β' πληθ. | ευθυγραμμίσατε | θα ευθυγραμμίσετε | να ευθυγραμμίσετε | ευθυγραμμίστε | ||
| γ' πληθ. | ευθυγράμμισαν ευθυγραμμίσαν(ε) |
θα ευθυγραμμίσουν(ε) | να ευθυγραμμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευθυγραμμίσει | είχα ευθυγραμμίσει | θα έχω ευθυγραμμίσει | να έχω ευθυγραμμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευθυγραμμίσει | είχες ευθυγραμμίσει | θα έχεις ευθυγραμμίσει | να έχεις ευθυγραμμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευθυγραμμίσει | είχε ευθυγραμμίσει | θα έχει ευθυγραμμίσει | να έχει ευθυγραμμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευθυγραμμίσει | είχαμε ευθυγραμμίσει | θα έχουμε ευθυγραμμίσει | να έχουμε ευθυγραμμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευθυγραμμίσει | είχατε ευθυγραμμίσει | θα έχετε ευθυγραμμίσει | να έχετε ευθυγραμμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευθυγραμμίσει | είχαν ευθυγραμμίσει | θα έχουν ευθυγραμμίσει | να έχουν ευθυγραμμίσει |
| |
Μεταφράσεις
- αυτοευθυγράμμιση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευθυγραμμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευθυγραμμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.