ευθύαυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευθύαυλος οι ευθύαυλοι
      γενική του ευθύαυλου
& ευθυαύλου
των ευθύαυλων
& ευθυαύλων
    αιτιατική τον ευθύαυλο τους ευθύαυλους
& ευθυαύλους
     κλητική ευθύαυλε ευθύαυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τα μέρη του ευθύαλου

Ετυμολογία

ευθύαυλος < καθαρεύουσα εὐθύαυλος, κατά το πλαγίαυλος. Μορφολογικά, ευθύ- + αυλός

Ουσιαστικό

ευθύαυλος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.