ευθυγραμμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυγραμμία οι ευθυγραμμίες
      γενική της ευθυγραμμίας των ευθυγραμμιών
    αιτιατική την ευθυγραμμία τις ευθυγραμμίες
     κλητική ευθυγραμμία ευθυγραμμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθυγραμμία < ευθύγραμμος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική alignement[1])

Ουσιαστικό

ευθυγραμμία[2] [1]θηλυκό

  1. η τοποθέτηση πραγμάτων σε ευθεία γραμμή
      Τα αποτελέσματα αυτών δείχνουν ότι οι προτεινόμενες προσεγγίσεις είναι αποτελεσματικές, ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη προσαρμογέων υποδειγμάτων διεπαφών που λειτουργούν κατά το χρόνο εκτέλεσης κι ότι μπορούν να παρέχουν μια μέθοδο για την αποδοτική αποτίμηση της υποκαταστασιμότητας και της ευθυγραμμίας μεταξύ διιστάμενων, σχετικά με το ακολουθούμενο υπόδειγμα σχεδιασμού, διεπαφών υπηρεσιών. (*)
  2. το να είναι κάποιος ή κάτι ευθύγραμμο(ς), η ιδιότητα του ευθύγραμμου

Μεταφράσεις

  1. ευθυγραμμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ευθυγραμμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.