αποσπέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσπέρα < μεσαιωνική ελληνική αποσπέρα < από + εσπέρα

Επίρρημα

αποσπέρα

  1. (λογοτεχνικό) το προηγούμενο βράδυ
     συνώνυμα: αποβραδίς
  2. (λογοτεχνικό) το αποψινό βράδυ
     συνώνυμα: απόψε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.