εσπεριδοειδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εσπεριδοειδή | ||
| γενική | των | εσπεριδοειδών | ||
| αιτιατική | τα | εσπεριδοειδή | ||
| κλητική | εσπεριδοειδή | |||
| Ενικός, το εσπεριδοειδές. | ||||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσπεριδοειδή < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδ(ες) + -ο- + -ειδής στον πληθυντικό -ειδή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hespéridées < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδες [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.spe.ɾi.ðo.iˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σπε‐ρι‐δο‐ει‐δή
Ουσιαστικό
εσπεριδοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό
- (βοτανική) ονομασία οπωροφόρων αειθαλών δέντρων που ανήκουν στην οικογένεια των Ρυτοειδών (Rutaceae) και κυρίως στο γένος Κίτρος (Citrus) (όπως πορτοκαλιά, λεμονιά, μανταρινιά κ.ά.) με ξινή ή υπόξινη γεύση
Συνώνυμα
Υπώνυμα
- γκρέιπφρουτ
- γλυκολεμονιά
- κιτριά
- κουμκουάτ
- λεμονιά
- μανταρινιά
- μοσχολέμονο
- νεραντζιά
- περγαμόντο
- πορτοκαλιά
- φράπα
Αναφορές
- εσπεριδοειδή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.