ανέσπερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέσπερο τα ανέσπερα
      γενική του ανέσπερου των ανέσπερων
    αιτιατική το ανέσπερο τα ανέσπερα
     κλητική ανέσπερο ανέσπερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανέσπερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανέσπερος

Ουσιαστικό

ανέσπερο ουδέτερο

  1. (λογοτεχνικό) δειλινό
  2. (λογοτεχνικό) (μεταφορικά) αιωνιότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.