βράδυ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βράδυ τα βράδια
      γενική του βραδιού των βραδιών
    αιτιατική το βράδυ τα βράδια
     κλητική βράδυ βράδια
Ομάδα: βράδυ, δίχτυ, στάχυ & δάκρυ
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βράδυ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βράδυ[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου βραδύς με αλλαγή του τονισμού

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾa.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βράδυ

Ουσιαστικό

βράδυ ουδέτερο

  1. το μέρος του εικοσιτετραώρου που αρχίζει μετά τη δύση του ήλιου, διαρκεί μερικές ώρες και το διαδέχεται η νύχτα
  2. η νύχτα

Σημειώσεις

  • Η διάκριση ανάμεσα στο βράδυ και τη νύχτα δεν είναι τόσο απόλυτη όσο σε άλλες γλώσσες. Όπως δηλώνεται στον ορισμό #2, πολλές φορές οι ομιλητές χρησιμοποιούν τους δύο όρους ισότιμα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.