καλησπέρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλησπέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλησπέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.liˈspe.ɾa/
- ⓘ
Επιφώνημα
καλησπέρα
- χαιρετισμός που χρησιμοποιούμε από το απόγευμα και ως το βράδυ
- ↪ Καλησπέρα, τι κάνετε;
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλησπέρα | οι | καλησπέρες |
| γενική | της | καλησπέρας | — | |
| αιτιατική | την | καλησπέρα | τις | καλησπέρες |
| κλητική | καλησπέρα | καλησπέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
καλησπέρα θηλυκό
- η ενέργεια αυτού του χαιρετισμού
- ↪ Ίσα ίσα που πρόλαβε να πει μια καλησπέρα και κόπηκε η γραμμή!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καλησπέρα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Παράγωγα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- καλησπέρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.