απόγευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόγευμα τα απογεύματα
      γενική του απογεύματος των απογευμάτων
    αιτιατική το απόγευμα τα απογεύματα
     κλητική απόγευμα απογεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόγευμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόγευμα < ἀπό + αρχαία ελληνική γεῦμα[1] < αρχαία ελληνική ἀπογεύω < ἀπό + γεύω, Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόγευμα (το να γευτείς).[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.ʝev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόγευμα

Ουσιαστικό

απόγευμα ουδέτερο

  • το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και στη δύση του ήλιου
    Συνήθως με το «απόγευμα» εννοούμε το χρονικό διάστημα μετά το μεσημέρι και μέχρι τη δύση του ήλιου. Μετά, ξεκινάει το βράδυ ή η εσπέρα.

Συγγενικά

Επίρρημα

απόγευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. απόγευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.