αποσπερνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσπερνός | η | αποσπερνή | το | αποσπερνό |
| γενική | του | αποσπερνού | της | αποσπερνής | του | αποσπερνού |
| αιτιατική | τον | αποσπερνό | την | αποσπερνή | το | αποσπερνό |
| κλητική | αποσπερνέ | αποσπερνή | αποσπερνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσπερνοί | οι | αποσπερνές | τα | αποσπερνά |
| γενική | των | αποσπερνών | των | αποσπερνών | των | αποσπερνών |
| αιτιατική | τους | αποσπερνούς | τις | αποσπερνές | τα | αποσπερνά |
| κλητική | αποσπερνοί | αποσπερνές | αποσπερνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- αποβραδινός
- απόσπερος
Μεταφράσεις
αποσπερνός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.