ἑσπέρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑσπέρ αἱ ἑσπέραι
      γενική τῆς ἑσπέρᾱς τῶν ἑσπερῶν
      δοτική τῇ ἑσπέρ ταῖς ἑσπέραις
    αιτιατική τὴν ἑσπέρᾱν τὰς ἑσπέρᾱς
     κλητική ! ἑσπέρ ἑσπέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑσπέρ
γεν-δοτ τοῖν  ἑσπέραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑσπέρα: θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros < *we- + *kʷsep- (νύχτα)

Ουσιαστικό

ἑσπέρα θηλυκό

  1. εσπέρα
  2. βράδυ
  3. δύση
  4. (μεταφορικά) το τελευταίο μέρος της ζωής
  5. εσπερία, χώρες της Δύσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.