ανέσπερα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανέσπερα
<
ανέσπερος
+
-α
Επίρρημα
ανέσπερα
(
λογοτεχνικό
)
με
ανέσπερο
τρόπο
(
λογοτεχνικό
)
(
μεταφορικά
)
αιώνια
Μεταφράσεις
ανέσπερα
αγγλικά
:
without
setting
(en)
(1),
everlastingly
(en)
(2),
eternally
(en)
(2)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανέσπερα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανέσπερο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.