επίτροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επίτροπος | οι | επίτροποι |
| γενική | του/της του |
επιτρόπου επίτροπου |
των | επιτρόπων |
| αιτιατική | τον/την | επίτροπο | τους/τις | επιτρόπους |
| κλητική | επίτροπε | επίτροποι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίτροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτροπος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική commissaire. Αναλύεται σε επί- + τρόπος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.tɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐τρο‐πος
Ουσιαστικό
επίτροπος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει την επίσημη ευθύνη να διαχειρίζεται ή να διοικεί κάτι, είναι υπεύθυνος για κάποιον κ.λπ.
- (εκκλησιαστικός όρος) που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες ενός ναού
- εισαγγελέας σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείο
Συγγενικά
- επιτροπεία
- επιτρόπευση
- επιτροπεύω
- επιτροπή
- επιτροπικός
- επιτροπικώς (επίρρημα)
- υποεπιτροπή
- → δείτε τις λέξεις επί και τρόπος
Μεταφράσεις
επίτροπος
|
Πηγές
- επίτροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.