αρμοστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρμοστής | οι | αρμοστές |
| γενική | του | αρμοστή | των | αρμοστών |
| αιτιατική | τον | αρμοστή | τους | αρμοστές |
| κλητική | αρμοστή | αρμοστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρμοστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμοστής < ἁρμόζω
Ουσιαστικό
αρμοστής αρσενικό
- (πολιτική) διπλωμάτης που αποστέλλεται από τη χώρα του, ή τον οργανισμό στον οποίο υπηρετεί, ως ανώτατος διοικητής εξαρτημένης ή υποτελούς περιοχής
- (πολιτική, ιστορία) Σπαρτιάτης που τοποθετούνταν ως ανώτατος διοικητής σε πόλεις υποτελείς των Σπαρτιατών
- (πολιτική, ιστορία) Ρωμαίος που τοποθετούνταν ως διοικητής σε επαρχίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.