υποεπιτροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποεπιτροπή | οι | υποεπιτροπές |
| γενική | της | υποεπιτροπής | των | υποεπιτροπών |
| αιτιατική | την | υποεπιτροπή | τις | υποεπιτροπές |
| κλητική | υποεπιτροπή | υποεπιτροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.e.pi.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ε‐πι‐τρο‐πή
Μεταφράσεις
υποεπιτροπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.