στρατοδικείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατοδικείο τα στρατοδικεία
      γενική του στρατοδικείου των στρατοδικείων
    αιτιατική το στρατοδικείο τα στρατοδικεία
     κλητική στρατοδικείο στρατοδικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατοδικείο < (καθαρεύουσα) στρατοδικεῖον < στρατο- + -δικείο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tribunal militaire > tribunal, militaire [1]

Ουσιαστικό

στρατοδικείο ουδέτερο

  • (στρατιωτικός όρος, νομικός όρος) δικαστήριο που συγκροτείται από στρατοδίκες και εκδικάζει παραπτώματα στρατιωτικών ή, σε περίοδο που ισχύει στρατιωτικός νόμος, και πολιτών
    το στρατοδικείο διακρίνεται σε τακτό και έκτακτο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις στρατός και δίκη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.