επιτροπεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιτροπεύω < αρχαία ελληνική ἐπιτροπεύω
Συγγενικά
- επιτρόπευση
- → δείτε τις λέξεις επίτροπος, επί και τρόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιτροπεύω | επιτρόπευα | θα επιτροπεύω | να επιτροπεύω | επιτροπεύοντας | |
| β' ενικ. | επιτροπεύεις | επιτρόπευες | θα επιτροπεύεις | να επιτροπεύεις | επιτρόπευε | |
| γ' ενικ. | επιτροπεύει | επιτρόπευε | θα επιτροπεύει | να επιτροπεύει | ||
| α' πληθ. | επιτροπεύουμε | επιτροπεύαμε | θα επιτροπεύουμε | να επιτροπεύουμε | ||
| β' πληθ. | επιτροπεύετε | επιτροπεύατε | θα επιτροπεύετε | να επιτροπεύετε | επιτροπεύετε | |
| γ' πληθ. | επιτροπεύουν(ε) | επιτρόπευαν επιτροπεύαν(ε) |
θα επιτροπεύουν(ε) | να επιτροπεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιτρόπευσα | θα επιτροπεύσω | να επιτροπεύσω | επιτροπεύσει | ||
| β' ενικ. | επιτρόπευσες | θα επιτροπεύσεις | να επιτροπεύσεις | επιτρόπευσε | ||
| γ' ενικ. | επιτρόπευσε | θα επιτροπεύσει | να επιτροπεύσει | |||
| α' πληθ. | επιτροπεύσαμε | θα επιτροπεύσουμε | να επιτροπεύσουμε | |||
| β' πληθ. | επιτροπεύσατε | θα επιτροπεύσετε | να επιτροπεύσετε | επιτροπεύστε | ||
| γ' πληθ. | επιτρόπευσαν επιτροπεύσαν(ε) |
θα επιτροπεύσουν(ε) | να επιτροπεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιτροπεύσει | είχα επιτροπεύσει | θα έχω επιτροπεύσει | να έχω επιτροπεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιτροπεύσει | είχες επιτροπεύσει | θα έχεις επιτροπεύσει | να έχεις επιτροπεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιτροπεύσει | είχε επιτροπεύσει | θα έχει επιτροπεύσει | να έχει επιτροπεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιτροπεύσει | είχαμε επιτροπεύσει | θα έχουμε επιτροπεύσει | να έχουμε επιτροπεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιτροπεύσει | είχατε επιτροπεύσει | θα έχετε επιτροπεύσει | να έχετε επιτροπεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιτροπεύσει | είχαν επιτροπεύσει | θα έχουν επιτροπεύσει | να έχουν επιτροπεύσει |
| |
Μεταφράσεις
επιτροπεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.