ἀνήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀνηρ- ἀνερ- ἀνδρ- με ᾰ ή σε μετρική ανάγκη: ᾱ
ονομαστική ἀνήρ οἱ ἄνδρες
      γενική τοῦ ἀνδρός τῶν ἀνδρῶν
      δοτική τῷ ἀνδρῐ́ τοῖς ἀνδρᾰ́σῐ(ν)
& αιολικός:ἄνδρεσι
επικός: ἄνδρεσσῐ
    αιτιατική τὸν ἄνδρ τοὺς ἀνδρᾰς
     κλητική ! ἄνερ ἀνδρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνδρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνδροῖν
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'ἀνήρ' όπως «ἀνήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂nḗr Συγγενής η σανσκριτική नर (nára)

Ουσιαστικό

ἀνήρ αρσενικό

  • αττικοί τύποι, συχνά, κράση με το άρθρο: ἀνήρ ( ἀνήρ), τἀνδρός (τοῦ ἀνδρός), τἀνδρί (τῷ ἀνδρί)
  • ιωνικοί τύποι με κράσεις: ὡνήρ, ὧνδρες
  • επιπλέον επικοί τύποι: ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, πληθυντικός: ἀνέρες, ἀνέρας, δυϊκός: ἀνέρε
  • μεταγενέστερο, στην κοινή: ἄνδρας

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ἀνδρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνδρο- στο Βικιλεξικό
  • -ανδρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ανδρος στο Βικιλεξικό

ονόματα όπως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.