εξέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξέχω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + έχω.

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkse.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξέχω

Ρήμα

εξέχω, πρτ.: εξείχα, αόρ.: εξείχα (χωρίς παθητική φωνή) ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  • προβάλλω προς τα έξω ξεπερνώντας το γενικό περίγραμμα του σώματος στο οποίο ανήκω

Συνώνυμα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. εξέχω εξείχα θα εξέχω να εξέχω εξέχοντας
β' ενικ. εξέχεις εξείχες θα εξέχεις να εξέχεις
γ' ενικ. εξέχει εξείχε θα εξέχει να εξέχει
α' πληθ. εξέχουμε εξείχαμε θα εξέχουμε να εξέχουμε
β' πληθ. εξέχετε εξείχατε θα εξέχετε να εξέχετε εξέχετε
γ' πληθ. εξέχουν(ε) εξείχαν
εξείχαν(ε)
θα εξέχουν(ε) να εξέχουν(ε)

Συγγενικά

με εξοχ- από μεταπτωτική βαθμίδα του ἐξέχω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.