εξέχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξέχω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + έχω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkse.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξέ‐χω
Ρήμα
εξέχω, πρτ.: εξείχα, αόρ.: εξείχα (χωρίς παθητική φωνή) ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- προβάλλω προς τα έξω ξεπερνώντας το γενικό περίγραμμα του σώματος στο οποίο ανήκω
Συνώνυμα
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | εξέχω | εξείχα | θα εξέχω | να εξέχω | εξέχοντας | |
| β' ενικ. | εξέχεις | εξείχες | θα εξέχεις | να εξέχεις | ||
| γ' ενικ. | εξέχει | εξείχε | θα εξέχει | να εξέχει | ||
| α' πληθ. | εξέχουμε | εξείχαμε | θα εξέχουμε | να εξέχουμε | ||
| β' πληθ. | εξέχετε | εξείχατε | θα εξέχετε | να εξέχετε | εξέχετε | |
| γ' πληθ. | εξέχουν(ε) | εξείχαν εξείχαν(ε) |
θα εξέχουν(ε) | να εξέχουν(ε) |
Συγγενικά
με εξοχ- από μεταπτωτική βαθμίδα του ἐξέχω
Πηγές
- εξέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εξέχει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.