εξοχότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξοχότητα | οι | εξοχότητες |
| γενική | της | εξοχότητας | των | εξοχοτήτων |
| αιτιατική | την | εξοχότητα | τις | εξοχότητες |
| κλητική | εξοχότητα | εξοχότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξοχότητα < μεσαιωνική ελληνική εξοχότητα < ελληνιστική κοινή ἐξοχότης ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική eccellenza)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksoˈxo.ti.ta/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.