εντόπιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντόπιος | η | εντόπια | το | εντόπιο |
| γενική | του | εντόπιου | της | εντόπιας | του | εντόπιου |
| αιτιατική | τον | εντόπιο | την | εντόπια | το | εντόπιο |
| κλητική | εντόπιε | εντόπια | εντόπιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντόπιοι | οι | εντόπιες | τα | εντόπια |
| γενική | των | εντόπιων | των | εντόπιων | των | εντόπιων |
| αιτιατική | τους | εντόπιους | τις | εντόπιες | τα | εντόπια |
| κλητική | εντόπιοι | εντόπιες | εντόπια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντόπιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντόπιος (εγχώριος, τοπικός). Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + τόπ(ος) + -ιος.[1][2] Συγκρίνετε με το κληρονομημένο ντόπιος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈdo.pi.os/ συγκρίνετε με το ντόπιος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντό‐πι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐τό‐πι‐ος
Επίθετο
εντόπιος, -α, -ο
Συνώνυμα
- για πρόσωπα: γηγενής, αυτόχθονας, ντόπιος
- εγχώριος, ντόπιος
Συγγενικά
- ανεντόπιστος
- εντοπίζω & συγγενικά
- εντοπιότητα
- εντοπισμένος
- εντόπιση
- εντοπίσιμος
- εντοπισμός & σύνθετα
- εντοπιστής
- εντοπιστικά (επίρρημα)
- εντοπιστικός
- εντοπίως
Μεταφράσεις
εντόπιος
|
|
Αναφορές
- εντόπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εντόπιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.