ντόπιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντόπιος η ντόπια το ντόπιο
      γενική του ντόπιου της ντόπιας του ντόπιου
    αιτιατική τον ντόπιο την ντόπια το ντόπιο
     κλητική ντόπιε ντόπια ντόπιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντόπιοι οι ντόπιες τα ντόπια
      γενική των ντόπιων των ντόπιων των ντόπιων
    αιτιατική τους ντόπιους τις ντόπιες τα ντόπια
     κλητική ντόπιοι ντόπιες ντόπια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντόπιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐντόπιος με αποβολή του αρχικού φωνήεντος [1]
Και ουσιαστικοποιημένο. Συγκρίνετε με το εντόπιος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdo.pços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντόπιος

Επίθετο

ντόπιος, -α, -ο

  1. που έχει γεννηθεί και ζει σε έναν τόπο
    οι ντόπιοι πληθυσμοί
     συνώνυμα: (λογιότερα) γηγενής, ιθαγενής, εντόπιος
  2. που έχει δημιουργηθεί ή παραχθεί σε έναν τόπο
    τα ντόπια προϊόντα
     συνώνυμα: (λογιότερα) εγχώριος, εντόπιος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εντόπιος, εν και τόπος

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

ντόπιος αρσενικό

  • αυτός που έχει γεννηθεί και ζει σε έναν τόπο
    Οι ντόπιοι ήταν ιδιαίτερα φιλικοί απέναντι στους επισκέπτες.

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.