ἐντόπιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐντόπιος | τὸ | ἐντόπιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐντοπίου | τοῦ | ἐντοπίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐντοπίῳ | τῷ | ἐντοπίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐντόπιον | τὸ | ἐντόπιον | ||
| κλητική ὦ! | ἐντόπιε | ἐντόπιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐντόπιοι | τὰ | ἐντόπιᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐντοπίων | τῶν | ἐντοπίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐντοπίοις | τοῖς | ἐντοπίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐντοπίους | τὰ | ἐντόπιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐντόπιοι | ἐντόπιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντοπίω | τὼ | ἐντοπίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐντοπίοιν | τοῖν | ἐντοπίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐντόπιος, -ος, -ον
Παράγωγα
- ἐντόπιοι (πληθυντικός)
Αναφορές
- ντόπιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐντόπιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.