εντοπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντοπισμός οι εντοπισμοί
      γενική του εντοπισμού των εντοπισμών
    αιτιατική τον εντοπισμό τους εντοπισμούς
     κλητική εντοπισμέ εντοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντοπισμός < εντοπίζω + -ισμός

Ουσιαστικό

εντοπισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.