οθνείος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οθνείος | η | οθνεία | το | οθνείο |
| γενική | του | οθνείου | της | οθνείας | του | οθνείου |
| αιτιατική | τον | οθνείο | την | οθνεία | το | οθνείο |
| κλητική | οθνείε | οθνεία | οθνείο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οθνείοι | οι | οθνείες | τα | οθνεία |
| γενική | των | οθνείων | των | οθνείων | των | οθνείων |
| αιτιατική | τους | οθνείους | τις | οθνείες | τα | οθνεία |
| κλητική | οθνείοι | οθνείες | οθνεία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οθνείος < αρχαία ελληνική ὀθνεῖος
Επίθετο
οθνείος, -α, -ο
- (αρχαιοπρεπές, σπάνιο) ξένος, αλλοεθνής, ξενόφερτος
- ※ Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο; (Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα )
- ※ Άννα Πολατίδου, «Προς την κα Γαλάτεια: Ένας διάλογος του Γρ. Ξενόπουλου με την Γ. Καζαντζάκη περί του οθνείου στη λογοτεχνία», Φιλόλογος, τχ. 129 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007), σ. 371-381
Μεταφράσεις
οθνείος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.