εντοπίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντοπίσιμος | η | εντοπίσιμη | το | εντοπίσιμο |
| γενική | του | εντοπίσιμου | της | εντοπίσιμης | του | εντοπίσιμου |
| αιτιατική | τον | εντοπίσιμο | την | εντοπίσιμη | το | εντοπίσιμο |
| κλητική | εντοπίσιμε | εντοπίσιμη | εντοπίσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντοπίσιμοι | οι | εντοπίσιμες | τα | εντοπίσιμα |
| γενική | των | εντοπίσιμων | των | εντοπίσιμων | των | εντοπίσιμων |
| αιτιατική | τους | εντοπίσιμους | τις | εντοπίσιμες | τα | εντοπίσιμα |
| κλητική | εντοπίσιμοι | εντοπίσιμες | εντοπίσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντοπίσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εντοπίσιμος, -η, -ο
- που δύναται να εντοπισθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.