εντοπιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εντοπιστής | οι | εντοπιστές |
| γενική | του | εντοπιστή | των | εντοπιστών |
| αιτιατική | τον | εντοπιστή | τους | εντοπιστές |
| κλητική | εντοπιστή | εντοπιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εντοπιστής αρσενικό
- αυτός που εντοπίζει κάτι κατ΄ απόσταση ή διεύθυνση ή και τα δύο
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.