έμμηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμμηνος | η | έμμηνος & έμμηνη |
το | έμμηνο |
| γενική | του | εμμήνου & έμμηνου |
της | εμμήνου & έμμηνης |
του | εμμήνου & έμμηνου |
| αιτιατική | τον | έμμηνο | την | έμμηνο & έμμηνη |
το | έμμηνο |
| κλητική | έμμηνε | έμμηνε & έμμηνη |
έμμηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμμηνοι | οι | έμμηνοι & έμμηνες |
τα | έμμηνα |
| γενική | των | εμμήνων & έμμηνων |
των | εμμήνων & έμμηνων |
των | εμμήνων & έμμηνων |
| αιτιατική | τους | εμμήνους & έμμηνους |
τις | εμμήνους & έμμηνες |
τα | έμμηνα |
| κλητική | έμμηνοι | έμμηνοι & έμμηνες |
έμμηνα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμμηνος < αρχαία ελληνική ἔμμηνος< ἐν + μήν
Επίθετο
έμμηνος, -ος/-η, -ο
- αυτός που συμβαίνει κάθε μήνα, που επαναλαμβάνεται σε 30 ημέρες, αναφέρεται περισσότερο στην εμμηνόρροια
- έμμηνος ρύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.