εμετός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμετός οι εμετοί
      γενική του εμετού των εμετών
    αιτιατική τον εμετό τους εμετούς
     κλητική εμετέ εμετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμετός < (ελληνιστική κοινή) ἐμετός < αρχαία ελληνική ἔμετος < ἐμῶ

Ουσιαστικό

εμετός αρσενικό

  1. ακούσια (ή ενίοτε εκούσια) εκβολή από το στόμα περιεχομένου που υπάρχει στο στομάχι
     συνώνυμα: έμεση, ξερνοβόλημα
  2. το περιεχόμενο που βγαίνει από την ως άνω εκβολή
     συνώνυμα: έμεσμα, ξέρασμα, ξερατό
  3. (μεταφορικά) κάτι το αηδιαστικό και σιχαμερό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.