εμετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμετικός η εμετική το εμετικό
      γενική του εμετικού της εμετικής του εμετικού
    αιτιατική τον εμετικό την εμετική το εμετικό
     κλητική εμετικέ εμετική εμετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμετικοί οι εμετικές τα εμετικά
      γενική των εμετικών των εμετικών των εμετικών
    αιτιατική τους εμετικούς τις εμετικές τα εμετικά
     κλητική εμετικοί εμετικές εμετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμετικός < αρχαία ελληνική ἐμετικός

Επίθετο

εμετικός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί εμετό
  2. (μεταφορικά) για ενέργεια ή λόγο που μας προκαλεί έντονη δυσφορία
    αυτός ο γλοιώδης τύπος έκανε πάλι κάτι εμετικά σχόλια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.