αντεμετικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντεμετικό τα αντεμετικά
      γενική του αντεμετικού των αντεμετικών
    αιτιατική το αντεμετικό τα αντεμετικά
     κλητική αντεμετικό αντεμετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντεμετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντεμετικός (εννοείται: φάρμακο)

Προφορά

ΔΦΑ : /an.de.me.tiˈko/

Ουσιαστικό

αντεμετικό ουδέτερο

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αντεμετικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.