αντιεμετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεμετικός η αντιεμετική το αντιεμετικό
      γενική του αντιεμετικού της αντιεμετικής του αντιεμετικού
    αιτιατική τον αντιεμετικό την αντιεμετική το αντιεμετικό
     κλητική αντιεμετικέ αντιεμετική αντιεμετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεμετικοί οι αντιεμετικές τα αντιεμετικά
      γενική των αντιεμετικών των αντιεμετικών των αντιεμετικών
    αιτιατική τους αντιεμετικούς τις αντιεμετικές τα αντιεμετικά
     κλητική αντιεμετικοί αντιεμετικές αντιεμετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιεμετικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antiémétique[1] < anti- (< αρχαία ελληνική ἀντι-) + émétique (<αρχαία ελληνική ἐμετικός) (αντιδάνειο)

Επίθετο

αντιεμετικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.