ξέρασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέρασμα | τα | ξεράσματα |
| γενική | του | ξεράσματος | των | ξερασμάτων |
| αιτιατική | το | ξέρασμα | τα | ξεράσματα |
| κλητική | ξέρασμα | ξεράσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξέρασμα < (ελληνιστική κοινή) ή μεταγενέστερη ἐξέραμα < από την αρχαία ελληνική ἐξέράω-ῶ (κάνω εμετό, ξερνάω) < ἐξ και ἐράω
Ουσιαστικό
ξέρασμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.