ξέρασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέρασμα τα ξεράσματα
      γενική του ξεράσματος των ξερασμάτων
    αιτιατική το ξέρασμα τα ξεράσματα
     κλητική ξέρασμα ξεράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξέρασμα < (ελληνιστική κοινή) ή μεταγενέστερη ἐξέραμα < από την αρχαία ελληνική ἐξέράω-ῶ (κάνω εμετό, ξερνάω) < ἐξ και ἐράω

Ουσιαστικό

ξέρασμα ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) ο εμετός
  2. (μεταφορικά και (λαϊκότροπο)) κάτι αηδιαστικό (πράξη, άνθρωπος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.