έμεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμεση οι εμέσεις
      γενική της έμεσης* των εμέσεων
    αιτιατική την έμεση τις εμέσεις
     κλητική έμεση εμέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμεση < αρχαία ελληνική ἔμεσις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.me.si/

Ουσιαστικό

έμεση θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.